υποδηλώνομαι

υποδηλώνομαι
υποδηλώνομαι, υποδηλώθηκα, υποδηλωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εγκατοπτρίζομαι — (AM ἐγκατοπτρίζομαι) νεοελλ. υποδηλώνομαι, διαφαίνομαι αρχ. βλέπω το πρόσωπό μου σαν μέσα σε καθρέφτη …   Dictionary of Greek

  • προσυπεμφαίνω — Α (συν. το παθ.) προσυπεμφαίνομαι υποδηλώνομαι επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὑπεμφαίνω «υποδηλώνω, αποκαλύπτω»] …   Dictionary of Greek

  • υπόκειμαι — ὑπόκειμαι, ΝΜΑ [κεῑμαι] 1. κείμαι, βρίσκομαι από κάτω (α. «τα υποκείμενα στρώματα υποχώρησαν» β. «τοιαύτης κρηπίδος ὑποκειμένης αὐταῑς», Πλάτ.) 2. είμαι υποταγμένος σε κάποιον, εξαρτώμαι από κάποιον (α. «υπόκειται στον νόμο» β. «ὑποκεῑσθαι τῷ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”